- αραχίδα
- [-ίς (-ίδος)] η арахис (растение)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αραχίδα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. η υπόγεια. Είναι ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών και παράγει ξηρούς καρπούς που περιέχουν ένα ή περισσότερα εδώδιμα σπέρματα, γνωστά με την ονομασία αράπικα φιστίκια. Η α … Dictionary of Greek
γεωκαρπία — Το φαινόμενο κατά το οποίο ορισμένα φυτά, τα οποία ονομάζονται γεωκαρπικά, ωριμάζουν τους καρπούς τους κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Χαρακτηριστικό φυτό αυτής της κατηγορίας είναι η αραχίδα, το γνωστό μας αράπικο φιστίκι. Στα γεωκαρπικά… … Dictionary of Greek
αραχιδέλαιο — το λάδι από αραχίδα, από αράπικο φιστίκι … Dictionary of Greek
αραχιδικός — ή, ό αυτός που προέρχεται από την αραχίδα* … Dictionary of Greek
σουδάνι — το, Ν το σπέρμα τού φυτού αραχίδα … Dictionary of Greek
φουστουκουδιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού αραχίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek